Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

θα τού γίνουν αί

  • 1 δέω

    (αόρ. εδέησα, μετχ. δέων, δέουσα, δέον) αμετ. долженствовать;
    δεν εδέησαν να μας γράψουν они не сочли нужным или не соизволили нам написать;

    με την δέουσαν προσοχή — а) с должным вниманием; — б) с необходимой осторожностью;

    θα τού γίνουν αί δέουσαι παρατηρήσεις — ему будут сделаны необходимые замечания

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > δέω

  • 2 γίνομαι

    (αόρ. έγινα, (ε)γίνηκα и γένηκα, υποτ. αόρ. να γίνω, γίνω и γενώ, προστ. γίνε)
    1) возникать, появляться; από τότε πού έγινε ο κόσμος с тех пор как стоит мир; 2) осуществляться, совершаться; иметь место; состояться;

    αύριο θά γίνει η συνάντηση — завтра состоится встреча;

    η συνεδρίαση δεν έγινε заседание не состоялось;
    έγιναν πολλές αλλαγές произошло много изменений; 3) делаться, становиться; превращаться;

    γίνομαι δάσκαλος — становиться учителем;

    γίνομαι πλούσιος — разбогатеть;

    τό σπίτι έχει γίνει ερείπιο — дом превратился в развилины;

    έγινε με σπίτι он стал теперь владельцем дома;

    θα γίνεν γελοίος — он сгинет посмешищем;

    δεν θα γίνει ποτέ του τίποτε — из него никогда ничего не выйдет;

    πώς έγινε έτσι;
    а) как он стал таким?; б) как это могло случиться?; όπως έγινε γνωστό... как стало известно...; 4) уродиться, вырасти; созревать, поспевать;

    όταν γίνουν τα σταφύλια — когда созреет виноград;

    τό σιτάρι γίνεται εδώ — здесь растёт пшеница;

    5) быть готовым;

    πότε θα γίνει το φαί; — когда будет готова еде?;

    δεν έγιναν ακόμη τα παπούτσια μου мой ботинки ещё не готовы;

    όλο γίνεται αυτός ο δρόμος — как долго строится Зга дорога;

    6):

    τρία και τέσσερα γίνονται επτά — три и четыре—семь;

    7) годиться, подходить, быть впору;

    αυτό το παλτό δεν σού γίνεται — это пальто тебе мало;

    8) случаться, происходить;

    τί (μού) γίνηκες; — что с тобой случилось?, куда ты пропал?;

    τί έγινε αυτός; что с ним случилось?; куда он пропил?;

    τι γίνβται η υπόθεση μας; — в каком состоянии наше дело?;

    τί γίνεται εκεί; — что там происходит?;

    9) τριτοπρόσ. становится возможным, вероятным;

    πράγμα πού γίνεται — это вполне возможно, вероятно;

    δε γίνεται — или πράγμα πού δε γίνεται — это невозможно, невероятно;

    10) απρόσ. нужно, должно; следует, подобает;

    δεν γίνεται να βγαίνεις έξω μοναχή — тебе не следует выходить одной;

    γίνεται να είναι τόσο κουτός; — неужели он такой дурак?;

    § τό γί(γ)νεσθαι филос, становление; непрерывное движение н изменение (материи);

    γίν καλά — поправляться, выздоравливать;

    γίνομαι άνω-κάτω — а) очень расстроиться; — возмущаться; — б ) быть в полном беспорядке (о вещах);

    γίνομαι έξω φρενών — выходить из себя;

    γίνετατ γνωστό — доводится до сведения;

    δεν ξέρα τί τού γίνεται — а) он ни черта не смыслит в этом; — б) он совсем не в курсе дела;

    έγινε τού κουτρούλη ο γάμος там были большая суматоха, неразбериха;
    άν, ό μη γένοιτο... не дай бог, если...;

    τί θα γίνουμε! — что с нами будет!;

    γένοιτο! пусть будет так!;
    γενηθήτω... книжн, да будет...; γενηθήτω φως! да будет свет!;

    τί (μοβ) γίνομαι εσαι; — как поживаешь?; — как дела?;

    ότι γίνει άς γίνει — будь, что будет;

    ό γέγονε γέγονε что сделано, то сделано;
    τα γενόμενα ουκ απογίνονται погов, что сделано, назад не воротишь; ничего не поделаешь

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γίνομαι

  • 3 приложить

    -ожу, -ожишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приложенный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. επιθέτω, βάζω•

    приложить пластырь βάζω έμπλαστρο•

    приложить руку к сердцу βάζω το χέρι στην καρδιά•

    печать βάζω σφραγίδα.

    2. επισυνάπτω•

    приложить к заявлению справку с места жительства επισυνάπτω στην αίτηση βεβαίωση του τόπου διαμονής.

    || επιπροσθέτω, επαυξάνω.
    3. καταβάλλω•

    приложить все силы καταβάλλω όλες τις δυνάμεις, βάζω όλα τα δυνατά.

    || εφαρμόζω•

    приложить теорию на практике εφαρμόζω τη θεωρία στην πράξη.

    1. ακουμπώ, φέρω σιμά, πλησιάζω πολύ•

    он -ился ухом к двери и прислушался αυτός σίμωσε πολύ στην πόρτα και κρυφάκουγε.

    2. φιλώ, ασπάζομαι•

    она -илась к иконе αυτή φίλησε την εικόνα•

    приложить к руке φιλώ το χέρι.

    3. κολλώ το μάγουλο στο κοντάκι του όπλου (κατά τη σκοποβολή).
    4. (απλ.) πίνω λίγο, βάζω λίγο στο στόμα.
    εκφρ.
    остальное (ή всё прочее) приложить – τα παραπέρα, τα υπόλοιπα (όλα τα άλλα) θα γίνουν, θα λυθούν.

    Большой русско-греческий словарь > приложить

  • 4 мука

    му́к||а I ж τό βάσανο[ν], ὁ πόνος, ἡ ταλαιπωρία:
    \мукаи творчества τά βάσανα τής δημιουργίας· родовые \мукаи οἱ ὠδίνες (или ὁ£ πόνοι) τοῦ τοκετοῦ· \мукаи голода τά βάσανα τής πείνας· ◊ хождение по \мукаам πορεία γεμάτη βάσανα.
    мука́ II ж τό ἀλεύρι, τό ἄλευρον / ἡ φα-ρίνα (тк. пшеничная)/ τό ἄμυλο[ν], ὁ νισεστές (картофельная):
    ржаная \мука τό ἀλεΰρι σίκαλης· ◊ перемелется, \мука бу́дет поел. ὀλα μέ τόν καιρό θά γίνουν.

    Русско-новогреческий словарь > мука

См. также в других словарях:

  • σωματείο — Ένωση προσώπων που επιδιώκει έναν οποιοδήποτε θεμιτό, όχι κερδοσκοπικό, σκοπό: ιδεολογικό, κοινωνικό, αγαθοεργό, εκπαιδευτικό, καλλιτεχνικό, επαγγελματικό, πολιτικό κλπ. Τα σ. αποχτήσανε τεράστια σημασία στην εποχή μας εξαιτίας της ανάπτυξης του… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»